- σαϊτιά
- και σαϊττιά και σαγιτ(τ)ιά, η, Ν1. εκτόξευση σαΐτας2. χτύπημα με σαΐτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαϊτιά — σαϊτιά, η και σαγιτιά, η 1. εκτόξευση σαΐτας. 2. χτύπημα με σαΐτα. 3. μτφ., ερωτικά χτυπήματα: Κάθε της ματιά είναι σαϊτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξαριά — η [δοξάρι] 1. ρίξιμο με τόξο, σαϊτιά 2. το χτύπημα τών χορδών έγχορδου μουσικού οργάνου με τριβή ειδικού τόξου … Dictionary of Greek
σαγιτιά — και σαγιττιά, η, Ν βλ. σαϊτιά … Dictionary of Greek
πετροπήγαδο — το πηγάδι ανοιγμένο σε βράχο: Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει, πύργους και πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)